bn:00085062v
Verb Concept
EL
πλένω
EL
Καθαρίζω κάτι με νερό ή και με άλλο καθαριστικό υλικό (απορρυπαντικό, σαπούνι κ,τ.λ.), καθαρίζω το σώμα μου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καθαρίζω κάτι με νερό ή και με άλλο καθαριστικό υλικό (απορρυπαντικό, σαπούνι κ,τ.λ.), καθαρίζω το σώμα μου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet