bn:00089384v
Verb Concept
EL
διατηρώ  κρατήσει
EL
Κρατώ κάτι σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κρατώ κάτι σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations