bn:00089663v
Verb Concept
EL
ενσωματώνω
EL
Τοποθετώ, εντάσσω κάτι μέσα σε άλλο έτσι, ώστε να αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σώμα ή σύνολο, να γίνεται μέρος του ή τμήμα του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Τοποθετώ, εντάσσω κάτι μέσα σε άλλο έτσι, ώστε να αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σώμα ή σύνολο, να γίνεται μέρος του ή τμήμα του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet