bn:00090047v
Verb Concept
EL
διατηρώ  προφυλάσσω  συντηρώ
EL
Διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση ή γενικά σε καλή κατάσταση, προστατεύοντάς το από φθορά ή αλλοίωση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση ή γενικά σε καλή κατάσταση, προστατεύοντάς το από φθορά ή αλλοίωση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet