bn:00085784v
Verb Concept
EL
μαγειρεύω  κάνω  παρασκευάζω  φτιάχνω  μαγειρέψουν
EL
Ετοιμάζω ή παρασκευάζω (κάτι που τρώγεται ή πίνεται) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ετοιμάζω ή παρασκευάζω (κάτι που τρώγεται ή πίνεται) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations