bn:00090594v
Verb Concept
EL
ερωτοτροπώ  φασώνομαι  χαϊδολογιέμαι
EL
Επιδίδομαι σε ερωτικές διαχύσεις με κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιδίδομαι σε ερωτικές διαχύσεις με κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
HAS KIND
DERIVATION
VERB GROUP
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary