bn:00083081v
Verb Concept
EL
(το)κάνω  (τον)παίρνω  έχω σεξουαλική επαφή  γαμώ  κάνω έρωτα
EL
Έρχομαι σε σαρκική επαφή,συνεύρεση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links