bn:00090707v
Verb Concept
EL
μουρμουρίζω  ψελλίζω
EL
Λέω κάτι με χαμηλή φωνή και μη ευκρινή άρθρωση, συνήθως εξαιτίας κάποιας ψυχικής ταραχής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Λέω κάτι με χαμηλή φωνή και μη ευκρινή άρθρωση, συνήθως εξαιτίας κάποιας ψυχικής ταραχής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet