bn:00056355n
Noun Concept
EL
μουρμουρητό  μουρμούρα  μουρμούρισμα  breathy εξέφρασε  murmuration
EL
Ο συνεχής και συγκεχυμένος ήχος που παράγει ο άνθρωπος μιλώντας μέσα από τα δόντια του έτσι ώστε να μην ακούγονται συγκεκριμένα λόγια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο συνεχής και συγκεχυμένος ήχος που παράγει ο άνθρωπος μιλώντας μέσα από τα δόντια του έτσι ώστε να μην ακούγονται συγκεκριμένα λόγια Greek Open Multilingual WordNet