bn:00090983v
Verb Concept
EL
μουρμουρίζω
EL
Μιλώ χαμηλόφωνα, ψιθυριστά και υπόκωφα, έτσι ώστε να μην ακούγεται καθαρά αυτό που λέω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μιλώ χαμηλόφωνα, ψιθυριστά και υπόκωφα, έτσι ώστε να μην ακούγεται καθαρά αυτό που λέω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet