bn:00091565v
Verb Concept
EL
επηρεάζω  πείθω
EL
Ασκώ επίδραση σε κάποιον ή σε κάτι, συντελώ στο να υιοθετήσει κάποιος μια συγκεκριμένη θέση ή πεποίθηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ασκώ επίδραση σε κάποιον ή σε κάτι, συντελώ στο να υιοθετήσει κάποιος μια συγκεκριμένη θέση ή πεποίθηση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet