bn:00084700v
Verb Concept
EL
προκαλώ  προκαλούν
EL
Πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κάποιον (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κάτι, να αντιδράσει, παρακινώ, πείθω κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κάποιον (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κάτι, να αντιδράσει, παρακινώ, πείθω κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations