bn:00092387v
Verb Concept
EL
κροταλίζω
EL
Παράγω έντονο ήχο χτυπώντας κρόταλα ή παρόμοιο ήχο με αυτόν που κάνουν τα κρόταλα όταν χτυπούν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παράγω έντονο ήχο χτυπώντας κρόταλα ή παρόμοιο ήχο με αυτόν που κάνουν τα κρόταλα όταν χτυπούν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet