bn:00092553v
Verb Concept
EL
επαναλαμβάνεται
EL
(συνήθως σε τρίτο πρόσωπο) κάτι που γίνεται ή συμβαίνει ξανά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(συνήθως σε τρίτο πρόσωπο) κάτι που γίνεται ή συμβαίνει ξανά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet