bn:00092683v
Verb Concept
EL
μετανιώνω  μετανοώ  μεταμελούμαι
EL
Μετανιώνω για ορισμένο κακό που έκανα, αισθάνομαι θλίψη γι΄ αυτό και επιδιώκω να το επανορθώσω, μετανοώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μετανιώνω για ορισμένο κακό που έκανα, αισθάνομαι θλίψη γι΄ αυτό και επιδιώκω να το επανορθώσω, μετανοώ Greek Open Multilingual WordNet