bn:00092695v
Verb Concept
EL
αναμορφώνω  αποκαθιστώ
EL
Δίνω σε κάτι νέα, βελτιωμένη μορφή, αλλάζω ριζικά ένα θεσμικό πλαίσιο, το θέτω σε νέες βάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω σε κάτι νέα, βελτιωμένη μορφή, αλλάζω ριζικά ένα θεσμικό πλαίσιο, το θέτω σε νέες βάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet