bn:00092713v
Verb Concept
EL
βοηθώ στην επαναπροσαρμογή  επαναφέρω
EL
Φέρνω κάποιον ή κάτι στην κατάσταση που ήταν προηγουμένως, δημιουργώ ή προκαλώ εκ νέου μια κατάσταση που υπήρχε πιο πριν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Φέρνω κάποιον ή κάτι στην κατάσταση που ήταν προηγουμένως, δημιουργώ ή προκαλώ εκ νέου μια κατάσταση που υπήρχε πιο πριν Greek Open Multilingual WordNet