bn:00093544v
Verb Concept
EL
κατακάθομα  κατακαθίζω
EL
Για διαλυμένες σε υγρό ουσίες που κατεβαίνουν και μένουν στον πυθμένα ενός δοχείου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για διαλυμένες σε υγρό ουσίες που κατεβαίνουν και μένουν στον πυθμένα ενός δοχείου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet