bn:00094590v
Verb Concept
EL
κάνω ηλιοθεραπεία
EL
Η σκόπιμη έκθεση του σώματος απευθείας στις ηλιακές ακτίνες (ή σε λυχνία μαυρίσματος), ώστε να αποκτήσει πιο σκούρο χρώμα η επιδερμίδα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σκόπιμη έκθεση του σώματος απευθείας στις ηλιακές ακτίνες (ή σε λυχνία μαυρίσματος), ώστε να αποκτήσει πιο σκούρο χρώμα η επιδερμίδα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet