bn:00075171n
Noun Concept
Categories: Φωτεινές πηγές, Ηλιακή ενέργεια
EL
ήλιος  ηλιακό φως  ηλιακή ακτινοβολία  ηλιοφάνεια  ηλιόφως
EL
Οι ακτίνες του ηλίου, το φως και η θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οι ακτίνες του ηλίου, το φως και η θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος Greek Open Multilingual WordNet
Η ηλιοφάνεια είναι η μετεωρολογική κατάσταση κατά την οποία ο Ήλιος λάμπει στον ουρανό χωρίς ιδιαίτερες νεφώσεις. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary