bn:00095128v
Verb Concept
EL
ταξιδεύω
EL
Ταξιδεύω με το τρένο, με το αυτοκίνητο κ .λπ., υφίσταμαι μεταφορά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ταξιδεύω με το τρένο, με το αυτοκίνητο κ .λπ., υφίσταμαι μεταφορά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet