bn:00095633v
Verb Concept
EL
μάχομαι  πολεμώ
EL
Διεξάγω ή συμμετέχω σε πόλεμο εναντίον κάποιου, συγκρούομαι ενόπλως με κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διεξάγω ή συμμετέχω σε πόλεμο εναντίον κάποιου, συγκρούομαι ενόπλως με κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet