bn:00096832a
Adjective Concept
EL
ανακουφιστικός
EL
Που ανακουφίζει, που καταπραΰνει, παρηγορεί ή ξεκουράζει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που ανακουφίζει, που καταπραΰνει, παρηγορεί ή ξεκουράζει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet