bn:00097470a
Adjective Concept
EL
επίμοχθος  κοπιαστικός  κοπιώδης
EL
Αυτός που προξενεί ή απαιτεί πολύ κόπο, κουραστικός, επίπονος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προξενεί ή απαιτεί πολύ κόπο, κουραστικός, επίπονος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet