bn:00049571n
Noun Concept
EL
αγορά εργασίας  εργασία  δουλειά  κάματος  εργασίας
EL
Παραγωγική δουλειά (κυρίως σωματική εργασία που γίνεται με απολαβές) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources