bn:00097578a
Adjective Concept
EL
αγάμητος
EL
Αυτός που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή ή αυτός που στερείται σεξουαλικών επαφών για ένα χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή ή αυτός που στερείται σεξουαλικών επαφών για ένα χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet