bn:00110487a
Adjective Concept
EL
σεξουαλικός
EL
Αυτός που σχετίζεται με την ερωτική συμπεριφορά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που σχετίζεται με την ερωτική συμπεριφορά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet