bn:00099268a
Adjective Concept
EL
προσεκτικός  προσεκτική
EL
Αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει, που ενεργεί με συγκεντρωμένη τη σκέψη, την όραση, την ακοή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει, που ενεργεί με συγκεντρωμένη τη σκέψη, την όραση, την ακοή του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations