bn:00099273a
Adjective Concept
EL
απρόσεκτος
EL
Που δε συγκεντρώνει ή που δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που δε συγκεντρώνει ή που δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet