bn:00099475a
Adjective Concept
EL
σίγουρος  βέβαιος
EL
Αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, που είναι πεπεισμένος για κάτι, σίγουρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, που είναι πεπεισμένος για κάτι, σίγουρος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations