bn:00104809a
Adjective Concept
EL
αβέβαιος  επισφαλής  αβέβαιη
EL
Αυτός για τον οποίο δεν έχουμε σαφή γνώση, βεβαιωμένα στοιχεία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός για τον οποίο δεν έχουμε σαφή γνώση, βεβαιωμένα στοιχεία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations