bn:00099776a
Adjective Concept
EL
καθαρός  καθαρό
EL
Αυτός που είναι απαλλαγμένος από ακαθαρσίες και βρομιά ή αυτός που του αρέσει η καθαριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι απαλλαγμένος από ακαθαρσίες και βρομιά ή αυτός που του αρέσει η καθαριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations