bn:00101429a
Adjective Concept
EL
βρόμικος  λερωμένος  ακάθαρτος  βρώμικα
EL
Αυτός που τον χαρακτηρίζει η βρομιά, η ακαθαρσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που τον χαρακτηρίζει η βρομιά, η ακαθαρσία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations