bn:00100090a
Adjective Concept
EL
κοινός  κοινή
EL
Αυτός που ανήκει σε πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ανήκει σε πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations