bn:00100441a
Adjective Concept
EL
δροσερός  δροσερό
EL
Αυτός που είναι μέτρια κρύος, έτσι ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι μέτρια κρύος, έτσι ώστε να προκαλεί ένα ευχάριστο αίσθημα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations