bn:00113698a
Adjective Concept
EL
ζεστός  θερμός  ζεστό
EL
Αυτός που έχει σχετικά υψηλή θερμοκρασία, αλλά που είναι ανεκτή από τον ανθρώπινο οργανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει σχετικά υψηλή θερμοκρασία, αλλά που είναι ανεκτή από τον ανθρώπινο οργανισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations