bn:00101121a
Adjective Concept
EL
ντελικάτος
EL
Αυτός που είναι λεπτοκαμωμένος, έχει ιδιαίτερη χάρη και που η λεπτή φυσική κατασκευή του τον κάνει ευαίσθητο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι λεπτοκαμωμένος, έχει ιδιαίτερη χάρη και που η λεπτή φυσική κατασκευή του τον κάνει ευαίσθητο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet