bn:00113737a
Adjective Concept
EL
αδύναμος  αδύναμη
EL
Αυτός που δεν έχει φυσική ή ψυχική δύναμη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν έχει φυσική ή ψυχική δύναμη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations