bn:00101839a
Adjective Concept
EL
ξηρός  στεγνός  ξηρό
EL
Αυτός που δεν είναι βρεγμένος, διαποτισμένος από κάποιο υγρό, ιδίως από νερό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν είναι βρεγμένος, διαποτισμένος από κάποιο υγρό, ιδίως από νερό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations