bn:00113818a
Adjective Concept
EL
βρεγμένος  νοτισμένος  υγρός  υγρό
EL
Καλυμμένος ή διαποτισμένος από υγρό όπως το νερό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καλυμμένος ή διαποτισμένος από υγρό όπως το νερό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations