bn:00101935a
Adjective Concept
EL
πρόωρος  πρώιμος
EL
Αυτός που γίνεται πριν από τον καθορισμένο ή τον κατάλληλο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που γίνεται πριν από τον καθορισμένο ή τον κατάλληλο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary