bn:00102003a
Adjective Concept
EL
οικονομικός
EL
Αυτός που με όσο το δυνατόν λιγότερα μέσα επιτυγχάνει όσο το δυνατόν περισσότερα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που με όσο το δυνατόν λιγότερα μέσα επιτυγχάνει όσο το δυνατόν περισσότερα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet