bn:00102542a
Adjective Concept
EL
υπαρκτός
EL
Αυτός που υπάρχει, που έχει υπόσταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που υπάρχει, που έχει υπόσταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary