bn:00107426a
Adjective Concept
EL
ανύπαρκτος
EL
Αυτός που δεν έχει ύπαρξη, υπόσταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν έχει ύπαρξη, υπόσταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet