bn:00102631a
Adjective Concept
EL
σβησμένο
EL
(γεωλ.) ηφαίστειο που είναι μόνιμα ανενεργό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωλ.) ηφαίστειο που είναι μόνιμα ανενεργό Greek Open Multilingual WordNet
ANTONYM
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet