bn:00102884a
Adjective Concept
EL
θηλυκός
EL
Αυτός που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι ότι γονιμοποιείται από το αρσενικό και γεννά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι ότι γονιμοποιείται από το αρσενικό και γεννά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary