bn:00106354a
Adjective Concept
EL
αρσενικός  αρσενικό
EL
Αυτός που ανήκει στο ανδρικό φύλο και έχει ως ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό τη γονιμοποίηση του θηλυκού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ανήκει στο ανδρικό φύλο και έχει ως ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό τη γονιμοποίηση του θηλυκού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations