bn:00103060a
Adjective Concept
EL
απλωτός
EL
Που είναι απλωμένος, ξεδιπλωμένος, τεντωμένος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που είναι απλωμένος, ξεδιπλωμένος, τεντωμένος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet