bn:00103487a
Adjective Concept
EL
αεριώδης  αέριος
EL
Αυτός που έχει την ίδια φύση με τον αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει την ίδια φύση με τον αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary