bn:00103520a
Adjective Concept
EL
γενναιόδωρος
EL
Αυτός που πρόθυμα προσφέρει ό,τι έχει χωρίς να περιμένει αμοιβή, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που πρόθυμα προσφέρει ό,τι έχει χωρίς να περιμένει αμοιβή, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet